- πλαγιασμός
- πλαγιασμόςobliquitymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλαγιασμός — ὁ, ΜΑ [πλαγιάζω] (για την τροχιά τού Ηλίου) πλάγια διεύθυνση, λοξότητα, πλαγιότητα αρχ. 1. (στη μαιευτική) η πλάγια εμφάνιση τού εμβρύου 2. γραμμ. α) η χρήση τών πλάγιων πτώσεων τών ονομάτων β) κλίση ονομάτων ή ρημάτων 3. μτφ. απάτη, δόλος … Dictionary of Greek
πλαγιασμοῖς — πλαγιασμός obliquity masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιασμοί — πλαγιασμός obliquity masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιασμοῦ — πλαγιασμός obliquity masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιασμούς — πλαγιασμός obliquity masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιασμῶν — πλαγιασμός obliquity masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιασμῷ — πλαγιασμός obliquity masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιασμόν — πλαγιασμός obliquity masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγίωσις — ώσεως, ἡ, Α [πλαγιώ] (κατά τον Ησύχ.) «πλαγιασμός» … Dictionary of Greek